- Χαβρίᾳ
- Χαβρίᾱͅ , Χαβρίηςmasc dat sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Χαβρία — Χαβρίᾱ , Χαβρίης masc nom/voc/acc dual Χαβρίᾱ , Χαβρίης masc voc sg (attic) Χαβρίᾱ , Χαβρίης masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Χαβρίας — Χαβρίᾱς , Χαβρίης masc acc pl Χαβρίᾱς , Χαβρίης masc nom sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Χαβρίαι — Χαβρίᾱͅ , Χαβρίης masc dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Χαβρίαν — Χαβρίᾱν , Χαβρίης masc acc sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κτήσιππος — (4ος αι. π.Χ.). Αθηναίος πολίτης, γιος του στρατηγού Χαβρία. Διακωμωδήθηκε πολλές φορές από τους κλασικούς ποιητές, εξαιτίας του αχαλίνωτου ηδονισμού του, παρά τις μάταιες προσπάθειες του φίλου του, Φωκίωνα, να τον συνετίσει. Ο Κ. είχε το… … Dictionary of Greek
ναξος — I Νησί των Κυκλάδων, το μεγαλύτερο σε έκταση (428 τ. χλμ.) Α της Πάρου και Ν της Δήλου και της Μυκόνου. Διοικητικά αποτελεί επαρχία του νομού Κυκλάδων. Έχει ωοειδές σχήμα και λίγο διαμελισμένες ακτές, το ανάγλυφό της διαμορφώνεται από μια βασική… … Dictionary of Greek
Άκορις — (4ος αι. π.Χ.). Βασιλιάς της Αιγύπτου (396 ή 392 383 π.Χ.). Κατόρθωσε να νικήσει τους Πέρσες που προσπάθησαν να καταλάβουν την Αίγυπτο, ύστερα από τρία συνεχή χρόνια πολέμου. Υπήρξε σύμμαχος του βασιλιά της Κύπρου Ευαγόρα και των Αθηναίων, με… … Dictionary of Greek
Δημαίνετος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Συρακούσιος πολιτικός(5ος αι. π.Χ.). Κατηγόρησε τον Κορίνθιο στρατηγό Τιμολέοντα ότι δεν φρόντισε για την καλή διεξαγωγή του πολέμουστη Σικελία. 2. Αθηναίος στρατηγός (5ος 4ος αι. π.Χ.). Καταγόταν από το γένος των… … Dictionary of Greek
Δημοφών — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Κελεού και της Μετάνειρας, οι οποίοι στη μυθολογία αναφέρονται ως βασιλιάδες της Ελευσίνας. Σύμφωνα με την παράδοση, η Δήμητρα, κατά την περιπλάνησή της ανάμεσα στους ανθρώπους μετά την αρπαγή της… … Dictionary of Greek
Διότιμος — Όνομα ιστορικών προσώπων της αρχαιότητας. 1. Αθηναίος στρατιωτικός (5ος αι. π.Χ.). Ήταν γιος του Στρόμβιχου. Το 433 στάλθηκε επικεφαλής μικρής ναυτικής δύναμης των Αθηναίων για να βοηθήσει τους Κερκυραίους στον αγώνα τους εναντίον των Κορινθίων.… … Dictionary of Greek